-
1 επίθεση
[-ις (-εως)] η1) нападение (тж. спорт.); агрессия; наступление; атака; η συνθήκη μη επιθέσεως договор о ненападении;ένοπλη επίθεση — вооружённое нападение;
παράσπονδη ( — или ύπουλη) επίθεση — вероломное нападение;
σφοδρά επίθεση — яростное наступление; — ожесточённая атака;
πλευρική επίθεση — фланговая атака;
επίθεση αρμάτων μάχης ( — или με τάνκς) — танковая атака;
περνάω σ' επίθεση — переходить в наступление;
κάνω επίθεση — совершать нападение, идти в атаку;
αποκρούω επίθεση — отразить нападение, атаку;
ενεργώ επίθεση — вести наступление;
υφίσταμαι πολλάς επιθέσεις перен. подвергаться атакам со всех сторон или неоднократно;2) накладывание, наложение, прикладывание;επίθεση καταπλάσματος — прикладывание припарок;
επίθεση σφραγίδος — приложение печати;
3) перен. враждебное действие, выпад; наступление;πλ. нападки;απότομη επίθεση — резкий выпад
-
2 επίθεση
[эпитэси] ουσ θ нападение, агрессия. -
3 επίθεση
нападГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > επίθεση
-
4 επίθεση
1) agression2) application3) apposition4) assaut5) attaque -
5 επίθεση
1) atak (m) rzecz.2) napad (m) rzecz.3) napaść czas.4) natarcie (n) rzecz.5) ofensywa (f) rzecz.6) zaczepka (f) rzecz. -
6 επίθεση
1) napadení2) přepadení3) útok4) výpad5) záchvat6) zteč -
7 επίθεση
1) assault2) attack3) offensiveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίθεση
-
8 κατα την επίθεση
при нападотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα την επίθεση
-
9 να διενεργήσει επίθεση
да изврши нападГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > να διενεργήσει επίθεση
-
10 saldırı
επίθεση, έφοδος, εφόρμηση -
11 taarruz
επίθεση -
12 tasallut
επίθεση, σεξουαλική παρενόχληση -
13 napadení
επίθεση -
14 přepadení
επίθεση -
15 výpad
επίθεση -
16 zteč
επίθεση -
17 napaść
επίθεση -
18 natarcie
επίθεση -
19 ofensywa
επίθεση -
20 zaczepka
επίθεση
См. также в других словарях:
επίθεση — η 1. τονα βάζει κανείς κάτι πάνω σε άλλο πράγμα. 2. εχθρική εφόρμηση εναντίον κάποιου, προσβολή. 3. μτφ., προσπάθεια για ερωτική κατάκτηση γυναίκας: Ο προϊστάμενός της της έκανε επίθεση. 4. μτφ., καταπολέμηση με λόγο: Η κυβέρνηση δέχτηκε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίθεση — Όρος που αναφέρεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, καθώς επίσης και στην πολιτική επιστήμη. ε. στο διεθνές δίκαιο. Ο όρος άρχισε να έχει μεγάλη σημασία από την εποχή της KTE (Κοινωνίας των Εθνών) με την… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek